ξεχαρβάλωτος

ξεχαρβάλωτος
-η, -ο [ξεχαρβαλώνω]
ξεχαρβαλωμένος, διαλυμένος, χαλαρός, αποδιοργανωμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεχαρβάλωτος — η, ο ξεχαρβαλωμένος, εξαρθρωμένος: Το αυτοκίνητο είναι ξεχαρβάλωτο και δεν κάνει για ταξίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”